ιώδιο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Ι· ανήκει στην έβδομη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, στην υποομάδα των αλογόνων, και έχει ατομικό αριθμό 53, ατομική μάζα 126,9 και ένα σταθερό ισότοπο 127Ι. Είναι αρκετά διαδεδομένο στη φύση με τη μορφή … Dictionary of Greek
λευκομελανοδερμία — η ιατρ. διαταραχή τής χρώσης τού δέρματος που συνίσταται σε εμφάνιση λευκών αχρωματικών κηλίδων, οι οποίες περιβάλλονται από υπερχρωματική ζώνη. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. leucomelanodermie < leuc(o) (πρβλ. λευκ[ο] ) + melanodermie… … Dictionary of Greek
λεύκη — I (Βοτ.). Βλ. λ. λεύκα ή λεύκη. II (Ιατρ.). Κοινή ονομασία δερματικής πάθησης (vitiligo vulgaris) κατά την οποία εμφανίζεται διαταραχή χρώσης του δέρματος οφειλόμενη στην εξαφάνιση της μελανίνης κατά περιοχές. Η αιτιολογία παραμένει άγνωστη, αν… … Dictionary of Greek
σάρκα — η / σάρξ, σαρκός, ΝΜΑ, και αιολ. τ. σύρξ Α 1. το μυώδες μέρος τού σώματος τών ανθρώπων και τών ζώων, το κρέας (α. «στα μέρη όπου λαγωνικά τα δάχτυλα / μυρίζονται τη σάρκα», Ελύτης β. «ἔγκατά τε σάρκας τε καὶ ὀστέα», Ομ. Οδ.) 2. το μέρος αυτό τού… … Dictionary of Greek
Γκόλτζι, Καμίλο — (Camillo Golgi, Μπρέσια 1844 – Παβία 1926).Ιταλός παθολόγος και ιστολόγος. Οι πιο σημαντικές μελέτες του αφορούν την παθολογία της ελονοσίας και την ιστολογία του νευρικού συστήματος. Με το όνομά του είναι γνωστή μία τεχνική χρώσης των ιστών,… … Dictionary of Greek
Γκραμ, Χανς Κρίστιαν — (Hans Kristian Gramme, 1853 – 1938). Δανός γιατρός. Έγινε γνωστός από την ομώνυμη μέθοδο χρώσης των βακτηρίων που πρότεινε, η οποία χρησιμοποιείται πλέον παγκοσμίως. Σύμφωνα με τη μέθοδό του, βακτήρια που σχηματίζουν λεπτό στρώμα πάνω σε… … Dictionary of Greek